παροιστρώ

παροιστρώ
-άω και -έω ΜΑ
κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ)
αρχ.
(μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ' αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οἰστρῶ (< οἶστρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροίστρησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [παροιστρώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροιστρώ, φρενίτιδα, μανία, παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • παροιστρίζω — Α αντί παροιστρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροιστρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πάροιστρος — ον, Α ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ. β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”